- δήλησις
- δήλ-ησις, εως, ἡ,A mischief,
μὴ κλῶπες ἐπὶ δηλήσι φανέωσι Hdt.1.41
, cf. 4.112;ἀλεξητήριον τῆς δ. Thphr.HP7.13.4
; injury of health,ἐπὶ δηλήσι Hp.Jusj.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μὴ κλῶπες ἐπὶ δηλήσι φανέωσι Hdt.1.41
, cf. 4.112;ἀλεξητήριον τῆς δ. Thphr.HP7.13.4
; injury of health,ἐπὶ δηλήσι Hp.Jusj.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δήλησις — δήλησις, η (Α) [δηλέομαι (Ι)] η βλάβη, η καταστροφή … Dictionary of Greek
δήλησις — mischief fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλήσει — δήλησις mischief fem nom/voc/acc dual (attic epic) δηλήσεϊ , δήλησις mischief fem dat sg (epic) δήλησις mischief fem dat sg (attic ionic) δηλέομαι hurt fut ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλήσεις — δήλησις mischief fem nom/voc pl (attic epic) δήλησις mischief fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλέομαι — (I) δηλέομαι και δαλέομαι (Α) 1. (για πρόσωπα) βλάπτω, φέρνω βλάβη σε κάποιον (τυχαία ή σκόπιμα) (α. «μήπως, ἵππους δηλήσεαι», Ιλ. β. «ἠέ σε... ἄνδρες ἐδηλήσαντο» σέ έβλαψαν, σέ φόνευσαν, Οδ.) 2. (για πράγματα) προκαλώ βλάβες, φθείρω («οὐδὲ ποτ… … Dictionary of Greek
δηλήσεως — δηλήσεω̆ς , δήλησις mischief fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλήσι — δηλήσῑ , δήλησις mischief fem dat sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)